αδικαιολόγητος — η, ο (Α ἀδικαιολόγητος, ον) [δικαιολογῶ] αυτός που δεν δικαιολογήθηκε ή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί νεοελλ. 1. αυτός για τον οποίο δεν υπάρχουν δικαιολογίες, που δεν μπορεί να τόν δικαιολογήσει κανείς 2. ο ασυγχώρητος … Dictionary of Greek
αδικαιολόγητος πλουτισμός — (Νομ.).Όρος του αστικού δικαίου, που περιγράφεται και οροθετείται με το άρθρο 904 του Α.Κ., το οποίο ορίζει ότι: όποιος έγινε πλουσιότερος, χωρίς νόμιμη αιτία, από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η… … Dictionary of Greek
άκαιρος — η, ο (Α ἄκαιρος, ον) αυτός που λέγεται ή γίνεται σε ακατάλληλο χρόνο, ο παράκαιρος νεοελλ. 1. πρόωρος 2. άγουρος 3. αδικαιολόγητος, παράλογος αρχ. 1. αυτός που γίνεται ενοχλητικός με το να κάνει ή να πει κάτι τη στιγμή που δεν πρέπει 2. ο… … Dictionary of Greek
αναιτιολόγητος — η, ο (Α ἀναιτιολόγητος, ον) [αἰτιολογῶ] αδικαιολόγητος, ανεξήγητος νεοελλ. αυτός που δεν καλύπτεται από επαρκή αιτιολόγηση … Dictionary of Greek
αναπολόγητος — η, ο (Α ἀναπολόγητος, ον) [ἀπολογοῡμαι] νεοελλ. 1. αυτός που δεν απολογήθηκε ή δεν έχει τη δύναμη να απολογηθεί 2. αυτός που απέμεινε άναυδος, αποσβολωμένος, σαστισμένος αρχ. αυτός που δεν επιδέχεται απολογία, ο αδικαιολόγητος … Dictionary of Greek
ανεξήγητος — η, ο (κ. αξήγητος) (AM ἀνεξήγητος, ον) 1. αυτός που δεν μπορεί να εξηγηθεί, να ερμηνευθεί 2. όποιος δεν έχει ακόμη εξηγηθεί νεοελλ. 1. ο αδικαιολόγητος, ο ακατανόητος («ανεξήγητη συμπεριφορά») 2. εκείνος που δεν έχει δώσει εξηγήσεις για κάποιο… … Dictionary of Greek
απροφάσιστος — η, ο (AM ἀπροφάσιστος, ον) αυτός που δεν προβάλλει ψεύτικες δικαιολογίες, ειλικρινής αρχ. 1. αδικαιολόγητος, ασυγχώρητος 2. αυτός που δεν συγχωρεί, αδιάλλακτος … Dictionary of Greek
καρκινοφοβία — η (ψυχιατρ.) αδικαιολόγητος και παθολογικός φόβος ατόμου ότι έχει ή πρόκειται να προσβληθεί από καρκίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + φοβία (< φοβία < φόβος), πρβλ. αγορα φοβία, κλειστο φοβία] … Dictionary of Greek
πλουτισμός — ο, Ν Μ [πλουτίζω] 1. η απόκτηση πολλών υλικών αγαθών, η απόκτηση υλικού πλούτου, θησαύρισμα 2. μτφ. απόκτηση μεγάλων πνευματικών αγαθών ή ηθικών ωφελημάτων («πλουτισμός σε γνώσεις και σε πείρα») 3. φρ. «αδικαιολόγητος πλουτισμός» (νομ.) επαύξηση… … Dictionary of Greek
πολυαπολόγητος — ον, Μ αυτός που δεν έχει πολλές δικαιολογίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πολυ * + ἀναπολόγητος «αδικαιολόγητος», με απλολογία] … Dictionary of Greek