αδικαιολόγητος

αδικαιολόγητος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δε δικαιολογήθηκε κατάλληλα: Δεν άφηνε αδικαιολόγητη καμιά ενέργειά του.
2. αυτός που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, ασυγχώρητος: Η συμπεριφορά του απέναντί σου είναι αδικαιολόγητη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αδικαιολόγητος — η, ο (Α ἀδικαιολόγητος, ον) [δικαιολογῶ] αυτός που δεν δικαιολογήθηκε ή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί νεοελλ. 1. αυτός για τον οποίο δεν υπάρχουν δικαιολογίες, που δεν μπορεί να τόν δικαιολογήσει κανείς 2. ο ασυγχώρητος …   Dictionary of Greek

  • αδικαιολόγητος πλουτισμός — (Νομ.).Όρος του αστικού δικαίου, που περιγράφεται και οροθετείται με το άρθρο 904 του Α.Κ., το οποίο ορίζει ότι: όποιος έγινε πλουσιότερος, χωρίς νόμιμη αιτία, από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η… …   Dictionary of Greek

  • άκαιρος — η, ο (Α ἄκαιρος, ον) αυτός που λέγεται ή γίνεται σε ακατάλληλο χρόνο, ο παράκαιρος νεοελλ. 1. πρόωρος 2. άγουρος 3. αδικαιολόγητος, παράλογος αρχ. 1. αυτός που γίνεται ενοχλητικός με το να κάνει ή να πει κάτι τη στιγμή που δεν πρέπει 2. ο… …   Dictionary of Greek

  • αναιτιολόγητος — η, ο (Α ἀναιτιολόγητος, ον) [αἰτιολογῶ] αδικαιολόγητος, ανεξήγητος νεοελλ. αυτός που δεν καλύπτεται από επαρκή αιτιολόγηση …   Dictionary of Greek

  • αναπολόγητος — η, ο (Α ἀναπολόγητος, ον) [ἀπολογοῡμαι] νεοελλ. 1. αυτός που δεν απολογήθηκε ή δεν έχει τη δύναμη να απολογηθεί 2. αυτός που απέμεινε άναυδος, αποσβολωμένος, σαστισμένος αρχ. αυτός που δεν επιδέχεται απολογία, ο αδικαιολόγητος …   Dictionary of Greek

  • ανεξήγητος — η, ο (κ. αξήγητος) (AM ἀνεξήγητος, ον) 1. αυτός που δεν μπορεί να εξηγηθεί, να ερμηνευθεί 2. όποιος δεν έχει ακόμη εξηγηθεί νεοελλ. 1. ο αδικαιολόγητος, ο ακατανόητος («ανεξήγητη συμπεριφορά») 2. εκείνος που δεν έχει δώσει εξηγήσεις για κάποιο… …   Dictionary of Greek

  • απροφάσιστος — η, ο (AM ἀπροφάσιστος, ον) αυτός που δεν προβάλλει ψεύτικες δικαιολογίες, ειλικρινής αρχ. 1. αδικαιολόγητος, ασυγχώρητος 2. αυτός που δεν συγχωρεί, αδιάλλακτος …   Dictionary of Greek

  • καρκινοφοβία — η (ψυχιατρ.) αδικαιολόγητος και παθολογικός φόβος ατόμου ότι έχει ή πρόκειται να προσβληθεί από καρκίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + φοβία (< φοβία < φόβος), πρβλ. αγορα φοβία, κλειστο φοβία] …   Dictionary of Greek

  • πλουτισμός — ο, Ν Μ [πλουτίζω] 1. η απόκτηση πολλών υλικών αγαθών, η απόκτηση υλικού πλούτου, θησαύρισμα 2. μτφ. απόκτηση μεγάλων πνευματικών αγαθών ή ηθικών ωφελημάτων («πλουτισμός σε γνώσεις και σε πείρα») 3. φρ. «αδικαιολόγητος πλουτισμός» (νομ.) επαύξηση… …   Dictionary of Greek

  • πολυαπολόγητος — ον, Μ αυτός που δεν έχει πολλές δικαιολογίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πολυ * + ἀναπολόγητος «αδικαιολόγητος», με απλολογία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”